καλτσοβελόνα

καλτσοβελόνα
η вязальная спица (для чулок)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καλτσοβελόνα" в других словарях:

  • καλτσοβελόνα — η βελόνα που χρησιμοποιείται για πλέξιμο καλτσών …   Dictionary of Greek

  • καλτσοβελόνα — η βελόνα για το πλέξιμο των καλτσών: Σε πολλά χωριά οι γυναίκες πλέκουν μάλλινες κάλτσες με καλτσοβελόνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσουραποβελόνα, η — και τσοραποβελόνα,η βελόνα κατάλληλη για το πλέξιμο τσουραπιών (βλ. λ.), καλτσοβελόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»