- καλτσοβελόνα
- η вязальная спица (для чулок)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλτσοβελόνα — η βελόνα που χρησιμοποιείται για πλέξιμο καλτσών … Dictionary of Greek
καλτσοβελόνα — η βελόνα για το πλέξιμο των καλτσών: Σε πολλά χωριά οι γυναίκες πλέκουν μάλλινες κάλτσες με καλτσοβελόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσουραποβελόνα, η — και τσοραποβελόνα,η βελόνα κατάλληλη για το πλέξιμο τσουραπιών (βλ. λ.), καλτσοβελόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)